- ανεπίφραστος
- ἀνεπίφραστος, -ον (Α)1. απαρατήρητος2. απροσδόκητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επιφράζομαι «παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κἀνεπίφραστοι — ἀνεπίφραστοι , ἀνεπίφραστος unthought of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)